- καλανδολόγιον
- καλανδολόγιον, τὸ (Μ [κάλανδα]το ημερολόγιο που καταρτιζόταν από τους αστρολόγους, το καλαντάρι, όπως ο σημερινός καζαμίας.
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
καλαντάρι — και καλενδάρι, τὸ (Α καλενδάριον και καλανδάρι και καλενδάριον και καλανδολόγιον) νεοελλ. ημερολόγιο, ημεροδείκτης τού τοίχου ή επιτραπέζιος αρχ. (στους Ρωμαίους) πιστωτικό βιβλίο στο οποίο οι ιδιώτες έγραφαν την κίνηση τών έντοκων κεφαλαίων τους … Dictionary of Greek